Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ταιριάζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 abbinare
2 [intransitivo] andare d'accordo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ταιριάζει ταίριασμα  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


δεν ταιριάζω = non stare bene


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---