Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›ωμότητα

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

ωμότητα
ουσιαστικό θηλυκό

1 bestialità
2 crudeltà
3 crudezza
4 disumanità
5 efferatezza
6 ferocia
7 ignoranza
8 inclemenza

permalink
‹ ώμος
ωμοφόριο ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ωμοβραχιόνιος [επίθ.]
ωμοπλάτη {ωμοπλατών...
ωμοπλατιαίος [επίθ.]
ωμός [επίθ.]
ώμος [ουσ αρσ ]
ωμότητα [θηλ.ουσ]
ωμοφόριο {ωμοφορί-ο...
Ων [ουσ ουδ.]
ώνια {ωνίων}
ωό [ουσ ουδ.]
ωοβλάστη [θηλ.ουσ]
ωογένεση {-ης κ. -έ...
ωογόνιο {ωογονί-ου...
ωοειδής {ωοειδ-ούς...
ωοζωοτόκος [επίθ.]
ωοθέτης [ουσ αρσ ]
ωοθηκεκτομή [θηλ.ουσ]
ωοθήκη {ωοθηκών}
ωοθηκικός [επίθ.]
ωοθηκίτιδα [θηλ.ουσ]


{{ID:WMOTHTA100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti