Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζάλο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 balzo
2 salto

ζάλον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [ζάλο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαλκάδι ζαλωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---