GrecoItaliano


ζώνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ζωστήρας cintu`ra ~f~, ci`nghia ~f~, cinta ~f~ δερμάτινη ζώνη == cintura di pelle | ζώνες ασφαλείας == cinture di sicurezza
2 zona ~f~ διακεκαυμένη ζώνη == zona torrida | ορεινή ζώνη == zona montuosa+++χτύπημα κάτω απ' τη ζώνη == colpo basso

permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ζώνη ασφαλείας = cintura [θηλ.] di sicurezza || auto η απαγορευτική ζώνη = αυτοκίνητο zona [θηλ.] rimozione



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZWNH100}}
---CACHE---