GrecoItaliano


ζωοδότης  
ουσιαστικό αρσενικό

animato`re ~m~

ζωοδότειρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζωοδότης ^-η, ο^]

ζωοδότρα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [ζωοδότης ^-η, ο^]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZWODOTHS100}}
---CACHE---