Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωοκλέφτης  
ουσιαστικό αρσενικό

ladro ~m~ di bestia`me, abi`geo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωοκλέπτης ζωοκλοπή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---