Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

λακίζω {λάκισα} (... λακωνικώτερος [επίθ.]
λακκάκια [ουσ ουδ πληθ.] λακωνισμός [ουσ αρσ ]
λακκοπουγουνάτος [επίθ.] λαλάω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
λακκοπούγουνος [επίθ.] λάλημα {λαλήμ-ατο...
λάκκος [ουσ αρσ ] λαλιά [θηλ.ουσ]
λακκούβα {χωρ. γεν.... λαλιέμαι [ρ. παθ.]
Λακοδαιμονίτης [ουσ αρσ ] λαλιοπάθεια [θηλ.ουσ]
λακριντί [ουσ ουδ.] Λαλιοφοβία [θηλ.ουσ]
λακτάση [θηλ.ουσ] λάλος {λαλίστ-ερ...
λακτία [θηλ.ουσ] λαλουδίζω [ρ.αμτβ.]
λακτίζω {λάκτισ-α,... λαλούμενος [επίθ.]
λάκτισμα {λακτίσμ-α... λαλώ {λαλ-είς.....
λακτισμένος [επίθ.] λάμα {2} [θηλ.ουσ]
λακτοβιόζη [θηλ.ουσ] λάμα {1} {χωρ. γεν....
λακτογόνος [επίθ.] λαμαϊσμός [ουσ αρσ ]
λακτόζη [θηλ.ουσ] λαμαρίνα {λαμαρινών...
λακτόνη [θηλ.ουσ] λαμαρινάς [ουσ αρσ ]
λακώ (λάκ-ισα κ... λαμβάνομαι αόρ. έλαβα...
Λάκωνας [ουσ αρσ ] λαμβάνω {έλαβα, ελ...
λακωνικά [επίρ.] λάμβδα [ουσ ουδ.]
λακωνικός [επίθ.] λαμβδακισμός [ουσ αρσ ]
λακωνικότατος [επίθ.] λάμβημα [ουσ ουδ.]
λακωνικότερος [επίθ.] λάμδα [ουσ ουδ.]
λακωνικότητα [θηλ.ουσ] λαμδακισμός [ουσ αρσ ]
λακωνικώτατος [επίθ.] λαμέ [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: