Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

αλείβομαι aor αλείφτ... αλεξαντρινός [επίθ.]
αλείβω {άλει-ψα, ... Αλεξαντροπολίτισσα [θηλ.ουσ]
άλειμμα {αλείμμ-ατ... αλεξήλιο [ουσ ουδ.]
αλειμμένος [επίθ.] αλεξητήρ [ουσ αρσ ]
αλειτρούγητα [θηλ.ουσ] αλεξικέραυνο [ουσ ουδ.]
αλειτρούγητος [επίθ.] αλεξιπτωτισμός {χωρ. πληθ...
αλειτρούητα [θηλ.ουσ] αλεξιπτωτιστής [ουσ αρσ ]
αλειτρούητος [επίθ.] αλεξιπτωτίστρια [θηλ.ουσ]
αλείφτω aor άλειψα αλεξίπτωτο {αλεξιπτώτ...
αλείφω {άλει-ψα, ... αλεξίπυρο [ουσ ουδ.]
άλειωτος [επίθ.] αλεξίσφαιρος [επίθ.]
αλέκιαστος [επίθ.] αλεξίφωτο [ουσ ουδ.]
αλέκτορας [ουσ αρσ ] Αλεούτα νησιά [ουσ ουδ πληθ.]
άλεκτος [επίθ.] αλεποτινάζω [ρ. μτβ.]
αλέκτωρ [ουσ αρσ ] αλεπότρουπα [θηλ.ουσ]
Αλεξάνδρα [κύρ.όν. θηλ.] αλεπού {αλεπούδες...
Αλεξάνδρεια [κύρ.όν. θηλ.] αλεπουδάκι [ουσ ουδ.]
Αλεξανδρέτα [κύρ.όν. θηλ.] αλεπουδίσιος [επίθ.]
Αλεξανδρινή [θηλ.ουσ] αλέ–ρετούρ [ουσ ουδ.]
αλεξανδρινισμός [ουσ αρσ ] αλέρωτος [επίθ.]
αλεξανδρινός [επίθ.] άλεση {-ης κ. -έ...
Αλεξανδρινός [ουσ αρσ ] άλεσμα {αλέσμ-ατο...
Αλέξανδρος {-ου κ. -ά... αλεσμένος [επίθ.]
Αλεξανδρούπολη {-ης κ. -π... αλέστα [επίρ.]
Αλεξανδρουπολίτης [ουσ αρσ ] αλεστικά [ουσ ουδ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: