Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ηδονίστρια {ηδονιστρι... ηθελημένος [επίθ.]
ηδονοβλεπτικός [επίθ.] ήθη [ουσ ουδ πληθ.]
ηδονοβλεψίας {ηδονοβλεψ... ηθητήρας [ουσ αρσ ]
ηδονοθήρας {ηδονοθηρώ... ηθικά [επίρ.]
ηδονοθηρικός [επίθ.] ηθική {χωρ. πληθ...
ηδονολάτρης {ηδονολατρ... ηθικό {χωρ. πληθ...
ηδονολάτρισσα {ηδονολα-τ... ηθικοδιδάσκαλος {ηθικοδιδα...
ηδυλογία {ηδυλογιών... ηθικολογία {ηθικολογι...
ηδύνομαι [ρ. παθ.] ηθικολογικός [επίθ.]
ηδυντικός [επίθ.] ηθικολόγος [ουσ αρσ και θηλ.]
ηδύνω [ρ. μτβ.] ηθικολογώ [ρ.αμτβ.]
ηδυπάθεια [θηλ.ουσ] ηθικοπλαστικός [επίθ.]
ηδυπαθέστατος [επίθ.] ηθικοποιημένος [επίθ.]
ηδυπαθέστερος [επίθ.] ηθικοποίηση [θηλ.ουσ]
ηδυπαθής {ηδυπαθ-ού... ηθικοποιώ [ρ. μτβ.]
ηδύποτο [ουσ ουδ.] ηθικός [επίθ.]
ηδύς {ηδ-έος | ... ηθικότατος [επίθ.]
ηδύτατος [επίθ.] ηθικότερος [επίθ.]
ηδύτατος [επίθ.] ηθικότητα [θηλ.ουσ]
ηδύτερος [επίθ.] ηθικώτατος [επίθ.]
ηδύτερος [επίθ.] ηθικώτερος [επίθ.]
ηδύτητα [θηλ.ουσ] ήθισις [θηλ.ουσ]
ηδύφθογγος [επίθ.] ηθμοειδές [ουσ ουδ.]
ηεράνεος [επίθ.] ηθμοειδής {ηθμοειδ-ο...
ηθελημένα [επίρ.] ηθμός [ουσ αρσ ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: