ItalianoGreco


abbaiatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abbajaˈtore]

1 φαρμακομύτης
2 κουτσομπόλης
3 κακολόγος
4 φωνακλάς

abbaiatóre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbajaˈtore]

1 που γαβγίζει
2 που ουρλιάζει


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---