ItalianoGreco


abboccàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abbokˈkato]

1 εύγευστος (για κρασί)
2 ξέχειλος (για δοχείο)
3 αδηφάγος (για άνθρωπο)
4 γλυκερός (για κρασί)
5 γλυκούτσικος (για κρασί)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---