ItalianoGreco


abbuiàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbuˈjare]

1 επιβάλλω σιωπή
2 επιβάλλω σιγή
3 σκοτεινιάζω

abbuiàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [abbuˈjarsi]

1 κατσουφιάζω
2 βυθίζομαι στο σκοτάδι
3 σκοτεινιάζω
4 αμαυρώνω


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---