abitàcolo
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [abiˈtakolo]
1 θέση οδηγού αυτοκινήτου
2 τρώγλη
3 κακή κατοικία
4 θάλαμος διακυβέρνησης αεροπλάνου
5 θήκη πυξίδας και λάμπα πλοίου
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [abiˈtakolo]
1 θέση οδηγού αυτοκινήτου
2 τρώγλη
3 κακή κατοικία
4 θάλαμος διακυβέρνησης αεροπλάνου
5 θήκη πυξίδας και λάμπα πλοίου
permalink
abitacolo (ουσ αρσ )

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android