ItalianoGreco


abitàcolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abiˈtakolo]

1 θέση οδηγού αυτοκινήτου
2 τρώγλη
3 κακή κατοικία
4 θάλαμος διακυβέρνησης αεροπλάνου
5 θήκη πυξίδας και λάμπα πλοίου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---