ablazióne
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ablatˈtsjone]
1 απόσπαση
2 φυσική αποκόμιση πετρωμάτων
3 αφαίρεση
4 απόσχιση
5 αποχωρισμός
6 ξεκόλλημα
7 απόπτωση
8 αποκόλληση
9 αφαίρεση
10 απομάκρυνση (γεωλογία)
11 εκτομή
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ablatˈtsjone]
1 απόσπαση
2 φυσική αποκόμιση πετρωμάτων
3 αφαίρεση
4 απόσχιση
5 αποχωρισμός
6 ξεκόλλημα
7 απόπτωση
8 αποκόλληση
9 αφαίρεση
10 απομάκρυνση (γεωλογία)
11 εκτομή
permalink
ablazione (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android