ItalianoGreco


abrasìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [abraˈzivo]

λειαντικό

abrasìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [abraˈzivo]

1 κατάλληλος για απόξεση
2 τραχύς
3 λειαντικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z