accavallàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlare]
επιστοιβάζω
accavallàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlarsi]
1 συναθροίζομαι
2 συνωστίζομαι
3 βάζω σταυρωτά
4 στοιβάζομαι
5 στριμώχνομαι
6 καβαλικεύω (για νεύρο σε νευροκαβαλίκεμα)
7 κουλουριάζομαι
8 συστρέφομαι
9 συνωθούμαι
10 συρρέω
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlare]
επιστοιβάζω
accavallàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [akkavalˈlarsi]
1 συναθροίζομαι
2 συνωστίζομαι
3 βάζω σταυρωτά
4 στοιβάζομαι
5 στριμώχνομαι
6 καβαλικεύω (για νεύρο σε νευροκαβαλίκεμα)
7 κουλουριάζομαι
8 συστρέφομαι
9 συνωθούμαι
10 συρρέω
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
accavallare le gambe = σταυρώνω τα πόδια
accavallare (ρ. μτβ.)
accavallarsi (ρ. μ. αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android