ItalianoGreco


accidènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [atʧiˈdɛnte]

1 διαβολάκι
2 καρδιακή προσβολή
3 σημείο μουσικό που αλλάζει τον τόνο της νότας (όπως πχ η δίεση κλπ)
4 ζωηρό και άτακτο παιδί
5 αποπληξία
6 ατύχημα
7 συμβάν
8 κακό
9 δυστύχημα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


accidenti! = δυστυχία μου!



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---