acciuffàre
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [atʧufˈfare]
1 πιάνω
2 προσπαθώ να συλλάβω αιφνιδιαστικά
3 αρπάζω απότομα ή βιαστικά
4 βουτώ
acciuffarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [atʧufˈfarsi]
1 έρχομαι στα χέρια
2 αρπάζομαι
3 τσακώνομαι
4 μαλλιοτραβιέμαι
5 φιλονικώ
ρήμα μεταβατικό
Προσφορά I.P.A.: [atʧufˈfare]
1 πιάνω
2 προσπαθώ να συλλάβω αιφνιδιαστικά
3 αρπάζω απότομα ή βιαστικά
4 βουτώ
acciuffarsi
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)
Προσφορά I.P.A.: [atʧufˈfarsi]
1 έρχομαι στα χέρια
2 αρπάζομαι
3 τσακώνομαι
4 μαλλιοτραβιέμαι
5 φιλονικώ
permalink
acciuffare (ρ. μτβ.)
acciuffarsi (ρ.μ. (αντων.))
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android