accollàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlato]
1 φορτωμένος ως το λαιμό
2 με ρούχα ως ψηλά στο λαιμό
3 με ρούχα που καλοπυτουν και τους αστραγάλους
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [akkolˈlato]
1 φορτωμένος ως το λαιμό
2 με ρούχα ως ψηλά στο λαιμό
3 με ρούχα που καλοπυτουν και τους αστραγάλους
permalink
accollato (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android