ItalianoGreco


accumulàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [akkumuˈlare]

1 στοιβάζω
2 συσσωρεύω
3 συγκεντρώνω
4 μαζεύω
5 επισωρεύω

accumulàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [akkumuˈlarsi]

1 συσσωρεύομαι
2 προστίθεμαι
3 αυξάνομαι
4 αθροίζομαι
5 επισωρεύομαι
6 μαζεύομαι
7 συγκεντρώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z