ItalianoGreco


addomesticàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [addomestiˈkare]

1 εκπαιδεύω
2 καλλιεργώ
3 ημερώνω
4 δαμάζω
5 εξημερώνω

addomesticarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [addomestiˈkarsi]

1 γίνομαι περισσότερο κοινωνικός
2 εξοικειώνομαι
3 δαμάζομαι
4 εξημερώνομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z