ItalianoGreco


adombràre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adomˈbrare]

1 επισκιάζω
2 σκιάζω
3 κουκουλώνω
4 αποσιωπώ
5 συγκαλύπτω
6 αποσιωπώ

adombràrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adomˈbrarsi]

1 ντρέπομαι υπερβολικά
2 γίνομαι φιλύποπτος
3 θίγομαι
4 ντρέπομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---