affàre
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [afˈfare]
1 η ασχολία, η υπόθεση
2 (aggeggio) το μαραφέτι
affàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [afˈfarsi]
1 ταιριάζει
2 αρμόζει
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [afˈfare]
1 η ασχολία, η υπόθεση
2 (aggeggio) το μαραφέτι
affàrsi
ρήμα μέσο αμετάβατο
Προσφορά I.P.A.: [afˈfarsi]
1 ταιριάζει
2 αρμόζει
permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα
gli affari = οι δουλειές [f.] || fatti gli affari tuoi = κάτσε στ' αυγά σου || viaggio [αρσ.] d'affari = το ταξίδι για δουλειές, το επαγγελματικό ταξίδι
affare (ουσ αρσ )
affarsi (ρ. μ. αμτβ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android