ItalianoGreco


affettatrìce  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [affettaˈtriʧe]

1 συσκευή που κόβει σε φέτες
2 σπάτουλα για μπογιά ή μελάνι
3 μαχαίρι σπάτουλα για ψάρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---