ItalianoGreco


affluènte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affluˈɛnte]

παραπόταμος

affluènte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [affluˈɛnte]

1 που συρρέει
2 που συνεισφέρει
3 συντελεστικός
4 άφθονος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---