ItalianoGreco


affossaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [affossaˈmento]

1 εκχωμάτωση
2 διόρυξη
3 εξόρυξη
4 όρυξη
5 ξέσκαμμα
6 ανόρυξη
7 τάφρος
8 σκάψιμο χαντακιού
9 χαντάκι
10 ανασκαφή
11 εκσκαφή


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---