ItalianoGreco


aggiornàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [adʤorˈnare]

1 ανακαινίζω
2 αρχίζω να φωτίζω
3 χαράζει
4 αναβάλλω
5 ενημερώνω
6 αναθεωρώ
7 εκσυγχρονίζω

aggiornàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [adʤorˈnarsi]

εκσυγχρονίζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---