agglomeraménto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [agglomeraˈmento]
1 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων
2 μεγάλη εταιρία (πολυεθνική συνήθως) με πολυσχιδείς δραστηριότητες
3 συσσώρευση
4 σύνθετη μάζα
5 εταιρεία με δαιδαλώδη δράση
6 εταιρεία με πολλούς κλάδους
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [agglomeraˈmento]
1 συνένωση ετερόκλιτων στοιχείων
2 μεγάλη εταιρία (πολυεθνική συνήθως) με πολυσχιδείς δραστηριότητες
3 συσσώρευση
4 σύνθετη μάζα
5 εταιρεία με δαιδαλώδη δράση
6 εταιρεία με πολλούς κλάδους
permalink
agglomeramento (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android