ItalianoGreco


agguerrìre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [aggwerˈrire]

1 ψήνω (δίνω εμπειρίες)
2 δυναμώνω κάποιον
3 εκπαιδεύω
4 σκληραγωγώ

agguerrìrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [aggwerˈrirsi]

1 σκληραίνω
2 σφυρηλατούμαι
3 εκπαιδεύομαι
4 σκληραγωγούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---