ItalianoGreco


alamàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [alaˈmaro]

1 βάτραχος
2 στόλισμα με κορδέλες (για στρατιωτική μεραρχία)


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---