ItalianoGreco


allarmàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [allarˈmare]

σημαίνω συναγερμό

allarmàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [allarˈmarsi]

1 προειδοποιούμαι με συναγερμό
2 φοβούμαι
3 τρομάζω
4 ανησυχώ
5 φοβάμαι
6 αιφνιδιάζομαι
7 ξαφνιάζομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---