ItalianoGreco


allineaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [allineaˈmento]

1 καθοδηγητικό σημάδι
2 προσαρμογή
3 ισασμός
4 κατά σειρά παράταξη
5 ζυγοστάθμιση
6 ευθυγράμμιση
7 ορθοστοιχία
8 ρύθμιση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---