ItalianoGreco


amàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [aˈmato]

1 αγαπημένος
2 προσφιλής
3 αγαπητός
4 πολυαγαπημένος
5 λατρευτός
6 αξιαγάπητος
7 ευνοούμενος
8 φίλτατος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---