ItalianoGreco


ambulatòrio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ambulaˈtɔrjo]

το ιατρείο

ambulatòrio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ambulaˈtɔrjo]

1 ο του τμήματος εξωτερικών ασθενών νοσοκομείου
2 ο του χειρουργείου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---