ammésso
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [amˈmesso]
1 παραχωρημένος
2 δεδομένος
3 χαρισμένος
4 δομένος
5 επιτρεπτός
6 αποδεχόμενος
7 παραδεχόμενος
8 επιτρεπόμενος
9 αποδεκτός
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό
Προσφορά I.P.A.: [amˈmesso]
1 παραχωρημένος
2 δεδομένος
3 χαρισμένος
4 δομένος
5 επιτρεπτός
6 αποδεχόμενος
7 παραδεχόμενος
8 επιτρεπόμενος
9 αποδεκτός
permalink
ammesso (αρσ. επίθ και ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android