ItalianoGreco


ammòdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [amˈmɔdo]

1 ευπρεπής
2 ευγενικός
3 αξιοσέβαστος
4 ευυπόληπτος
5 με ευγενείς τρόπους
6 σεβαστός

ammòdo  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [amˈmɔdo]

1 σωστά
2 ήσυχα
3 με τρόπο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---