ItalianoGreco


ammosciàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammoʃˈʃare]

1 μαραίνομαι (φυτό)
2 γίνομαι μαλακός
3 μαλακώνω
4 γίνομαι πλαδαρός

ammosciàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ammoʃˈʃarsi]

1 γίνομαι πλαδαρός
2 αποθαρρύνομαι
3 μαραίνομαι
4 αποκαρδιώνομαι
5 γίνομαι μαλακός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---