ItalianoGreco


ampiézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [amˈpjettsa]

1 εύρος
2 απλωσιά
3 ευρυχωρία
4 άπλα
5 απλοχωριά
6 ευρυχωρία
7 πλάτος
8 ευρύτητα
9 ευρύτητα πνεύματος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---