ItalianoGreco


andirivièni  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,andiriˈvjɛni]

1 σούρτα φέρτα
2 σύγχυση
3 λαβύρινθος
4 κυκεώνας
5 ελιγμός
6 φασαρία και ζωηρότητα
7 δαίδαλος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---