ItalianoGreco


angherìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [angeˈria]

1 δυσαρέσκεια
2 στενοχώρια
3 αδικία
4 αγγαρεία
5 καταπίεση
6 ενόχληση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---