ItalianoGreco


angoscióso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [angoʃˈʃoso], [angoʃˈʃozo]

1 λυπητερός
2 περίλυπος
3 συντετριμμένος
4 θλιμμένος
5 θλιβερός
6 λυπηρός
7 οδυνηρός
8 αγωνιώδης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---