ItalianoGreco


animosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [animosiˈta]

1 εχθρότητα
2 προσβολή
3 χαιρεκακία
4 ανδρεία
5 γενναιότητα
6 θάρρος
7 κακεντρέχεια
8 βαθιά ριζωμένη έχθρα
9 εχθροπάθεια
10 φθόνος
11 μοχθηρία
12 κακοβουλία


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---