ItalianoGreco


annientaménto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [annjentaˈmento]

1 εξολόθρευση
2 πανωλεθρία
3 εξόντωση
4 αφανισμός
5 αποδεκάτισμα
6 πλήρης καταστροφή
7 καταστροφή
8 εκμηδένιση
9 πάστρεμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---