ItalianoGreco


anormàle  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [anorˈmale]

1 αφύσικος
2 υπερβολικός
3 ακανόνιστος
4 αντικανονικός
5 ανώμαλος
6 ασυνήθιστος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---