ItalianoGreco


anticipàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [antiʧiˈpato]

1 προκαταβολικός
2 πρώιμος
3 που έγινε νωρίς


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pagamento [αρσ.] anticipato = η προεξόφληση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---