ItalianoGreco


antropòfago  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [antroˈpɔfago]

1 κανίβαλος
2 ανθρωποφάγος

antropòfago  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [antroˈpɔfago]

1 κανιβαλικός
2 ανθρωποφαγικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---