apòlide
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]
1 άτομο άνευ υπηκοότητας
2 πρόσωπο χωρίς πατρίδα
3 άπατρις άνθρωπος
apòlide
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]
1 άπατρις
2 άνευ υπηκοότητας
3 χωρίς πατρίδα
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]
1 άτομο άνευ υπηκοότητας
2 πρόσωπο χωρίς πατρίδα
3 άπατρις άνθρωπος
apòlide
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [aˈpɔlide]
1 άπατρις
2 άνευ υπηκοότητας
3 χωρίς πατρίδα
permalink
apolide (ουσ αρσ )
apolide (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android