apparàto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [appaˈrato]
1 μηχανισμός
2 μηχάνημα
3 συσκευή
4 προετοιμασία
5 πομπώδης επίδειξη
6 διάταξη
7 επίδειξη
8 μηχανή
9 πομπή
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [appaˈrato]
1 μηχανισμός
2 μηχάνημα
3 συσκευή
4 προετοιμασία
5 πομπώδης επίδειξη
6 διάταξη
7 επίδειξη
8 μηχανή
9 πομπή
permalink
apparato (ουσ αρσ )
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android