ItalianoGreco


appartàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [apparˈtato]

1 μονήρης
2 παράμερος
3 ερημικός
4 απομονωμένος
5 χωριστός
6 απόμακρος
7 απόκεντρος
8 ξεκομμένος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---