ItalianoGreco


àra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈara]

1 παπαγάλος γένους ara
2 μονάδα επιφάνειας ίση με 100 τετραγωνικά μέτρα
3 βωμός
4 θυσιαστήριοπαπαγάλος γένους ara
5 μονάδα επιφάνειας ίση με 100 τετραγωνικά μέτρα
6 βωμός
7 θυσιαστήριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---